- μακρινάρι
- και μακρυνάρι, το1. κάθε πράγμα που έχει μεγάλο μήκος και μικρό πλάτος2. μακρύς διάδρομος3. οικοδόμημα που έχει δυσανάλογο μήκος σε σχέση με το πλάτος του.[ΕΤΥΜΟΛ. < *μακρινάριον, ουσιαστικοποιημένο τ. τού ουδ. τού αμάρτυρου επιθ. *μακρινάριος].
Dictionary of Greek. 2013.